- εμ
- (I)ἐμ (Α)(πρόθεση) ἐν ἡ εἰς.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εν].————————(II)(και έμι, έμου, όμου, χέμι, χέμα)επιφώνυμα που εκφράζει: α) δυσανασχέτηση («εμ, στα 'λεγα αλλά δε μ' άκουγες»)β) απορία («εμ, τί να σού κάνει κι αυτή η δύστυχη»)γ) εγκατέρτηση («εμ, τί να κάνω τώρα πια;»)δ. (σε αναδίπλωση) αφενός, αφετέρου («εμ μέ κλέβεις, εμ ζητάς και ρέστα»)ε. φρ. «εμ πώς» — πώς όχι; και βέβαια.
Dictionary of Greek. 2013.